ἐθνάρχῃ

ἐθνάρχῃ
ἐθνάρχης
ruler of a tribe
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εθναρχία — η (AM ἐθναρχία) [εθνάρχης] νεοελλ. 1. το αξίωμα τού εθνάρχη 2. η έδρα τού εθνάρχη 3. το συμβούλιο που τον περιστοιχίζει (αρχ. μσν.) χώρα που διοικείται από εθνάρχη …   Dictionary of Greek

  • εθναρχία — η 1. το αξίωμα του εθνάρχη. 2. η πνευματική και πολιτική ηγεσία του εθνάρχη. 3. το συμβούλιο του εθνάρχη για εθνικά θέματα: Εθναρχία Κύπρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • ԱԶԳԱՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0008 Chronological Sequence: 8c, 10c գ. ἑθνάρχη , gentilis principatus Պետութիւն կամ իշխանութիւն ազգի, ցեղապետութիւն. նախարարութիւն. *Յազգապետութիւն եւ յազգածութիւն վիճակաւորեալ: Յաղագս քահանայապետութեան եւ ազգապետութեան վիճէին: Եթէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εθναρχικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνάρχη ή την εθναρχία: Εθναρχικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”